- χαριεντολόγημα
- το, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαριεντολογώ, χαριέντισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαριεντολογώ. Η λ., στον πληθ. χαριεντολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριτολόγημα — το, ατος χαριεντολόγημα, ευφυολόγημα, ευφυολογία, κομψή αστειότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)